σκουτεράτος

σκουτεράτος
και σκουτάτος, ο, ΝΜΑ
(στο Βυζ.) οπλίτης τού βυζαντινού ιππικού ο οποίος έφερε βαρύ οπλισμό και μακρύ σκουτάρι, μεγάλη ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουτέρης (Ι) «ασπιδοφόρος» + κατάλ. -άτος (πρβλ. κονταρ-άτος). Ο τ. σκουτάτος < λατ. scutatus (< scutum «ασπίδα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκουτάτος — ο, ΝΜΑ (στο Βυζ.) βλ. σκουτεράτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”